Περιστρέψτε τη φωτογραφία για να περιηγηθείτε. Πιέστε το Τετράγωνο σύμβολο πάνω αριστερά για να τη δείτε full screen
Η Ευαγγελίστρια συνιστά τον πρώτο οργανωμένο χώρο ταφής για την ορθόδοξη ελληνική κοινότητα της πόλης. Μέχρι το 1875 στην οθωμανική Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε πρόβλεψη για ελεγχόμενη ταφή των ετερόθρησκων, μολονότι στην πραγματικότητα πολλοί Έλληνες θάβονταν ακριβώς στην περιοχή που ταυτίζεται με την μετέπειτα αναγνωρισμένη νεκρόπολη της Ευαγγελίστριας. Την ευθύνη λειτουργίας ανέλαβε η Φιλόπτωχος Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης σε μια έκταση που περιελάμβανε ολόκληρη την περιοχή έξω από τα ανατολικά τείχη συμπεριλαμβανομένης αυτής των Λατομείων, του αγιάσματος του Αγίου Παύλου και του Κέδρινου Λόφου, τον χώρο δηλαδή όπου παραδοσιακά θάβονταν μέλη της ελληνικής κοινότητας. Αντίστοιχα, έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης, η Φιλόπτωχος ίδρυσε το ορθόδοξο κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής στη θέση ενός προχριστιανικού νεκροταφείου. Ουσιαστικά το νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας άρχισε να λειτουργεί κανονικά από το 1880 και, ενώ από το 1891 γνώρισε επέκταση κατά 30%, σταδιακά υποχρεώθηκε να φιλοξενήσει το Ορφανοτροφείο Ισλαχανέ, τα κοιμητήρια των Αρμενίων και των διαμαρτυρόμενων, καθώς και τα βουλγαρικά νεκροταφεία την περίοδο 1887-1912. Επιπλέον, το 1902 το ψηλότερο τμήμα του νεκροταφείου καταστράφηκε και ο χώρος εκχωρήθηκε στο Δημοτικό Νοσοκομείο και Λυσσιατρείο (σημερινό νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος»). Λίγο βορειότερα, το 1920 θεμελιώθηκε και το ναΰδριο του Αγίου Παύλου στο πλαίσιο ακριβώς της λειτουργίας ορθόδοξου κοιμητηρίου. Το 1931 η Φιλόπτωχος έχασε το δικαίωμα διαχείρισης των νεκροταφείων της Ευαγγελίστριας. Παρόλα αυτά, με τα έσοδα που εξασφάλιζε ως τότε, η Αδελφότητα παρείχε διαρκή στήριξη στους πρόσφυγες, χορηγώντας χαμηλές αλλά σταθερές υποτροφίες σε παιδιά άπορων οικογενειών και προσφυγόπαιδες και συνδράμοντας προσφυγικούς και κρατικούς συλλόγους. Είναι ενδεικτικό ότι την κρίσιμη περίοδο 1922-1930 διέθεσε το σύνολο του αποθεματικού κεφαλαίου της για τη σίτιση και στέγαση προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Η περιοχή ανατολικά των τειχών παραχωρήθηκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης προκειμένου αυτή να οργανώσει το νεκροταφείο της ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης, Συλλογή Κωνσταντίνου Νίγδελη.
Νεκροταφεία Αγίας Παρασκευής: η Φιλόπτωχος Αδελφότης ανέλαβε τη διεύθυνση και των εν λόγω κοιμητηρίων στη Σταυρούπολη, στη θέση προχριστιανικού νεκροταφείου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Μια βόλτα στα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας μαρτυρά την εγκατάσταση προσφύγων από την Αν. Θράκη και τη Μ. Ασία στην περιοχή. Κατά κύριο λόγο δηλώνονται πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη και τη Βουλγαρία με τους περισσότερους να προέρχονται από τις Σαράντα Εκκλησιές. Το άγαλμα του Γεώργιου Βιζυηνού και ο φερώνυμη οδός που οδηγεί στον συνοικισμό των Σαράντα Εκκλησιών ενισχύουν την αίσθηση της κυριαρχίας του ανατολικοθρακικού στοιχείου. Ωστόσο, στους τάφους εμφανίζονται και περιπτώσεις προσφύγων από την Ίμβρο και την Προποντίδα, την Προύσα και την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Παρά το γεγονός ότι μόλις σε τέσσερις επιγραφές δηλώνεται ρητά η προέλευση από την Αργυρούπολη (Λαυρεντιάδης) και την Τραπεζούντα (Φωστηρόπουλος, Κωφίδης) και μόνο τα ονόματα πολλών επιγραφών προδίδουν ποντιακή καταγωγή (Ιφιγένεια Κωνσταντινίδου, Σιμέλα Μιχαηλίδου κ.α.). Στους επιφανέστερους συγκαταλέγεται ο Μηνάς Πατρίκιος, ο πρώτος προσφυγικής καταγωγής δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, ο πόντιος πολιτευτής Λεωνίδας Ιασονίδης, ο Νέστορας Τέλλογλου με καταγωγή από τη Σμύρνη και ο Γρηγόριος Καλλίδης, μητροπολίτης Ηράκλειας και άγιος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, του οποίου το λείψανο φυλάσσεται σε ειδική λάρνακα στο ναό του Αγίου Δημητρίου.
Στο τοπογραφικό φαίνονται η έκταση που καταλαμβάνουν τα κοιμητήρια της Ευαγγελίστριας, το Δημοτικό Νοσοκομείο και Λυσσιατρείο, καθώς και οι συνοικισμοί Ευαγγελίστριας και Αγίου Παύλου.
Ο τάφος των ιδρυτών του Τελλόγλειου Ιδρύματος Τεχνών, Νέστορα και Αλίκης Τέλλογλου. Ο Νέστορας καταγόταν από τη Σμύρνη, ενώ η Αλίκη από την Κωνσταντινούπολη και το Μοναστήρι.
Το κενοτάφιο του Λεωνίδα Ιασονίδη. Από το 2017 τα οστά του βρίσκονται στην Παναγία Σουμελά Βερμίου.
Ο προσφυγικός συνοικισμός της Ευαγγελίστριας έμεινε γνωστός και ως συνοικισμός «Λεωνίδα Ιασονίδου» λόγω της παρουσίας του πόντιου πολιτευτού του Κόμματος των Φιλελευθέρων στα επίσημα εγκαίνιά του στις 2 Μαΐου του 1932. Στην πραγματικότητα, η Ευαγγελίστρια δημιουργήθηκε το 1926 ως προσωρινός καταυλισμός για την αποσυμφόρηση κεντρικών οδών και πλατειών από τα προσφυγικά παραπήγματα που είχαν κατακλύσει το ιστορικό κέντρο και προοδευτικά έλαβε τον χαρακτήρα μόνιμης εγκατάστασης. Ως τότε, στη βραχώδη έκταση της Ευαγγελίστριας λειτουργούσε λατομείο, ενώ την περιοχή ανατολικά του τείχους διέσχιζε χείμαρρος με το ένα σκέλος του να ξεκινάει από τα υψώματα του Αγίου Παύλου και το άλλο να κατεβαίνει από τα ανατολικά μέσα από το λατομείο της Ευαγγελίστριας. Επομένως, πριν την άφιξη των προσφύγων δεν υπήρχαν παρά μόνο ορισμένα κτίσματα και στάβλοι. Υπολογίζεται ότι το 1933 η Ευαγγελίστρια είχε 1.500 κατοίκους. Παρά ταύτα, μέχρι και τα χρόνια της Κατοχής δεν υπήρχε σχολείο, ούτε εκκλησία και οι κάτοικοι εκκλησιάζονταν στον ενοριακό ναό Αγίου Υπατίου, την Παναγία Δεξιά. Στον συνοικισμό υπήρχαν: το ανθρακοπωλείο του Χρ. Κουβαρντά, τα αρτοπωλεία των Γ. Μεϊμάρογλου και Κ. Σταθάκη, το καφενείο του Ν. Τζαμτζή και δύο παντοπωλεία, του Γ. Ζαρογιάννη και του Συμ. Μπαλόγλου. Επίσης, οι κάτοικοι ίδρυσαν τον δικό τους Σύνδεσμο προκειμένου να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Συχνά αντιμετώπιζαν προβλήματα εξαιτίας των έντονων πλημμυρικών φαινομένων, ενώ πάντα υπήρχε ο κίνδυνος πτώσης των βράχων του λατομείου. Σε αντιστοιχία με τους περισσότερους προσφυγικούς συνοικισμούς, ούτε στην Ευαγγελίστρια λειτούργησαν οι απαραίτητες αστικές υποδομές και σαν να μην έφταναν αυτά, οι πρόσφυγες της Ευαγγελίστριας είχαν να διαχειριστούν και τον εμπαιγμό των ντόπιων οι οποίοι τους αποκαλούσαν «τσογλάνια του Ιασονίδη».
Το Λατομείο της Ευαγγελίστριας. Διακρίνονται επίσης, το ομώνυμο νεκροταφείο στα αριστερά, στο κέντρο το Δημοτικό Νοσοκομείο και δεξιότερα η περιοχή του Αγίου Παύλου με τον χαρακτηριστικό Πύργο του Τριγωνίου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Το νοσοκομείο «Γεννηματάς» βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αγίου Δημητρίου και Εθνικής Αμύνης, απέναντι από τα Νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας. Πρόκειται για οθωμανικό κτίσμα, το οποίο από το 1916 λειτούργησε ως Νοσοκομείο και τη δεκαετία του 1920 έμεινε γνωστό ως το «Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων». Μάλιστα, τα πρώτα κρίσιμα χρόνια μνημονεύεται ότι αμέσως χαμηλότερα, στο πάρκο Καρατάσου, έστησαν τα αντίσκηνά τους ομάδες προσφύγων. Η ευρύτερη περιοχή των Ανατολικών Τειχών με το Ισλαχανέ και το αγίασμα του Αγίου Παύλου, η Ευαγγελίστρια και οι Σαράντα Εκκλησιές, καθώς και η Αγία Φωτεινή αποτελούσαν προσφυγικές οικιστικές νησίδες.
Το Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, Συλλογή Άννας Θεοφυλάκτου.
Στην ευρύτερη περιοχή της Ευαγγελίστριας και του Αγίου Παύλου διακριτό κτιριακό συγκρότημα αποτέλεσε το Ισλαχανέ, το οποίο από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 λειτούργησε ως οικοτροφείο για ορφανά παιδιά και ταυτόχρονα ως η πρώτη τεχνική-επαγγελματική σχολή της Θεσσαλονίκης. Πέραν τούτου, το Ισλαχανέ περιελάμβανε ομώνυμο τζαμί, λουτρά και μαυσωλείο. Επρόκειτο, δηλαδή, για ένα άρτιο ευαγές ίδρυμα – γνωστό και ως βακούφι του Νουμάν Πασά – αφιερωμένο στην υπηρεσία της μουσουλμανικής κοινότητας Θεσσαλονίκης. Βέβαια, με την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών τη διετία 1923-1924 η μουσουλμανική κοινότητα ουσιαστικά καταργήθηκε και η ανταλλάξιμη περιουσία περιήλθε στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Στη θέση των μουσουλμάνων εγκαταστάθηκαν ελληνικές οικογένειες, ενώ το κτίριο των εργαστηρίων νοικιάστηκε στον πρόσφυγα από τα Βοδενά της Ανατολικής Ρωμυλίας Θεόφιλο Ζαχαριάδη. Τη μεταβατική αυτή περίοδο, τμήματα του Ισλαχανέ εξυπηρετούσαν ταυτόχρονα ως χώροι για τα ορφανά, για πρόσφυγες, αλλά και ως εμβολιαστικό κέντρο. Εξόχως ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του κτιρίου που στέγασε το «Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων», γνωστό και ως «Γυμνάσιο Γιώργου Ιωάννου», το οποίο σύντομα κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί εκ νέου προκειμένου να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες λειτουργίας της εν λόγω σχολικής μονάδας.
Ο Λεωνίδας Ιασονίδης, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, Συλλογή Ειρήνης Κρίνου-Ροδίου.
Ο Λεωνίδας Ιασονίδης σε προσφυγικό συνοικισμό, Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού, Συλλογή Άννας Θεοφυλάκτου.
Μέχρι τη μετεγκατάσταση παραπηγματούχων από τον αστικό πυρήνα της Θεσσαλονίκης το 1926, στον Άγιο Παύλο δεν υπήρχαν παρά ελάχιστα οικήματα γηγενών και εσωτερικών μεταναστών. Τα πρώτα σπίτια ήταν και αυτά πρόχειρα παραπήγματα που οι οικιστές – πρόσφυγες και ντόπιοι – έστησαν στα γρήγορα και χωρίς άδεια. Στη συνέχεια, όταν φάνηκε βέβαιη η διανομή οικοπέδων σε κατόχους μόνιμων κατασκευών, τα σπίτια πήραν κανονικότερη μορφή. Σε αυτή τη δεύτερη φάση οικοδόμησης του συνοικισμού χρησιμοποιήθηκαν οι λίθοι από το παρακείμενο ανατολικό τμήμα των τειχών της Θεσσαλονίκης. Το 1930 στη σημερινή οδό Ηπείρου, κατά μήκος του τότε χείμαρρου, στήθηκαν πολλές παράγκες άστεγων από τη Φώκαια της Ιωνίας. Στον Άγιο Παύλο οι υποδομές ήταν στοιχειώδεις. Αρχικά δεν υπήρχε υδροδότηση και τη μεταφορά νερού είχε αναλάβει η κοινότητα, η οποία σε μικρό χρονικό διάστημα έκτισε βρύσες, διαμόρφωσε σκάλες στα πιο απότομα σημεία και ισοπέδωσε τους δρόμους με υποχρεωτική εργασία των κατοίκων. Οι κάτοικοι του Αγίου Παύλου στην πλειονότητά τους ήταν τσαγκάρηδες, καπνεργάτες και εργάτες καπναποθηκών και εργοστασίων στην κυρίως πόλη, οι οποίοι πηγαινοέρχονταν με τα πόδια και εναλλακτικά με τα λεωφορεία «Δημοκρατία» και «Βότσης».
Στη θέση της σημερινής ταβέρνας του Κρεωνίδη λειτουργούσε το καφενείο «Πασχάλης» του Πασχάλη Νικολάου. Το εν λόγω καφενείο αναδείχθηκε στο υποτυπώδες κέντρο του συνοικισμού, το οποίο γύρω στα 1930 λειτουργούσε ως άτυπη επιτροπή για τα προβλήματα της συνοικίας.
Ο χείμαρρος της Ευαγγελίστριας και στο βάθος η περιοχή του Αγίου Παύλου, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης.
Το συγκρότημα του Επταπυργίου (1916). Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920 η περιοχή της Ακρόπολης υπήρξε αραιοκατοικημένη, Συλλογή Κωνσταντίνου Νίγδελη.
Στους λεγόμενους «Κήπους του Πασά» υπήρχε ένα κτίριο το οποίο εικάζεται ότι ανήκε σε κάποιον τούρκο αξιωματικό. Αυτό λειτούργησε για ένα διάστημα ως δημοτικό σανατόριο για να γκρεμιστεί τελικά τη δεκαετία του 1960. Ευρύτερα ο χώρος ανήκε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα και ως εκ τούτου διαφυλάχτηκε από αυθαίρετους εποικισμούς, αποτελώντας αγαπημένο τόπο αναψυχής, όπου τα παιδιά του Αγίου Παύλου και της Ευαγγελίστριας συνήθιζαν να παίζουν κρυφτό στα «αγαλματάκια», όπως αποκαλούσαν οι περίοικοι τα ερείπια του «Κήπου».
Το εκκλησάκι στο αγίασμα του Αγίου Παύλου θεμελιώθηκε τον Μάιο του 1922 από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα. σε σχέδια του Ξενοφώντα Παιονίδη, ενώ ο πλέον σύγχρονος επιβλητικός ναός χτίστηκε με πρωτοβουλία της κοινότητας το 1953.