Οι μεγάλες συγκρούσεις των αρχών του 20ού αιώνα ενέπλεξαν την Ελλάδα σε μια σειρά από πολεμικές περιπέτειες: οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913), ο Α΄ Παγκόσμιος (1914-1918) και σε άμεση συνέχεια ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος στη Μ. Ασία (1919-1922) επέφεραν τρομακτικές ανακατατάξεις στα σύνορα των κρατών της Χερσονήσου του Αίμου. Έτσι, μέσα σε λίγες εβδομάδες ο ορθόδοξος κάτοικος της Μακεδονίας, από οθωμανός υπήκοος μεταβαλλόταν σε έλληνα πολίτη και αντίστροφα ο μουσουλμάνος κυρίαρχος αποτελούσε μειονότητα. Οι μεγάλες αλλαγές και η βιαιότητα των συγκρούσεων προκάλεσαν μαζικές προσφυγικές ροές και πολλοί μουσουλμάνοι της Μακεδονίας μετανάστευσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προκειμένου να διατηρήσουν την κοινωνική θέση τους.
Ταυτόχρονα, έλληνες μετανάστες από τον ρωσικό Καύκασο άρχισαν να καταφθάνουν στη Μακεδονία. Ωστόσο, το γεγονός ότι η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδόν για μια δεκαετία επηρέασε δραματικά την τύχη του ελληνισμού που κατοικούσε από τα πανάρχαια χρόνια στην απέναντι μεριά του Αιγαίου, τη Μ. Ασία. Εκεί, οι χριστιανικοί πληθυσμοί των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων υπέστησαν πρωτοφανούς κλίμακας διώξεις και εκτοπίσεις. Η στρατιωτική ήττα της Ελλάδας στην τελευταία φάση, αυτή της Μικρασιατικής Εκστρατείας (1919-1922), σημαδεύτηκε με την οριστική αποχώρηση των Ελλήνων από τη Μ. Ασία και την Ανατολική Θράκη, περιοχές που ανέκτησε πλήρως το τουρκικό κράτος.
Με τη σύμβαση του 1923 στη Λωζάνη της Ελβετίας οι ορθόδοξοι της Τουρκίας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές εστίες τους και να μετοικήσουν στην Ελλάδα, ενώ το ίδιο προβλεπόταν και για τους 300.000 μουσουλμάνους που παρέμεναν στην ελληνική επικράτεια.
Οι εξαιρέσεις ήταν ελάχιστες. Κατά συνέπεια, την περίοδο 1922-1924 η Ελλάδα δέχτηκε περί το 1.300.000 ανθρώπους. Μόνο η Μακεδονία αφομοίωσε περίπου τον μισό προσφυγικό πληθυσμό κερδίζοντας την επωνυμία «πρωτεύουσα των προσφύγων» και «Νέα Μικρά Ασία» ή «Νέος Πόντος».
Το φλέγον ζήτημα της στέγασης των νέων πληθυσμών ανέλαβαν αφενός η Επιτροπή Αποκατάστασης των Προσφύγων (ΕΑΠ), η οποία ιδρύθηκε ακριβώς γι’ αυτόν τον σκοπό, και αφετέρου το Υπουργείο Πρόνοιας, με την πρώτη να αναλαμβάνει κατά κύριο λόγο την αγροτική αποκατάσταση και με την Πρόνοια την αστική. Παρά την τραγικότητα των γεγονότων, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, η παρουσία των προσφύγων υπήρξε τόσο ευεργετική για την εθνική ομοιογένεια και την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας, ώστε δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς την Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών και ειδικότερα τη Μακεδονία χωρίς αυτούς.