Ο Μικρασιατικός Πόλεμος έληξε τον Αύγουστο του 1922 με ήττα και υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Χιλιάδες πρόσφυγες, ακολουθώντας τον στρατό, άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα. Ήδη, πριν από τον Αύγουστο του 1922, ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν καταφύγει στη Σμύρνη ή την Ελλάδα. Με την άφιξη των προσφύγων, το έργο της προσωρινής στέγασης ανέλαβε το Υπουργείο Περιθάλψεως, το οποίο ενισχύθηκε με έκτακτο προσωπικό. Στη συνέχεια, το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων ανήγειρε ξύλινα παραπήγματα για τη στέγαση των προσφύγων. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές, όπου δημιουργήθηκαν πρόχειροι καταυλισμοί, και αναγκάστηκαν να κατοικήσουν σε επιταγμένα κτίρια, σε εγκαταστάσεις πρώην συμμαχικών στρατοπέδων και τις περισσότερες φορές σε παραπήγματα που έχτιζαν μόνοι τους.
Η αποκατάσταση και η αφομοίωση των προσφύγων ήταν το σημαντικότερο εγχείρημα του νέου ελληνικού κράτους. Η δεινή οικονομική θέση της χώρας, η πολιτική κατάσταση κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930, η ελλιπής κρατική οργάνωση και, κυρίως, ο τεράστιος αριθμός των προσφύγων έκανε το έργο της αποκατάστασης πολύ δύσκολο. Μεγάλο μέρος του έργου αυτού έγινε από το 1924 έως το 1928 από την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ).
Στον οικιστικό χώρο της Θεσσαλονίκης εγκαταστάθηκαν περί τους 120.000 πρόσφυγες, ενώ αναχώρησαν για την Τουρκία ως «ανταλλάξιμοι» 25.000 μουσουλμάνοι. Εκτιμάται ότι περίπου 40.000 πρόσφυγες στεγάστηκαν στα μουσουλμανικά ανταλλάξιμα οικήματα. Το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 47,8% του πληθυσμού ενώ οι «γηγενείς», χριστιανοί και εβραίοι το 36,1% και οι μετανάστες από διάφορα μέρη της Ελλάδας το 16,1%.
Ως απόρροια του προσφυγικού προβλήματος η έκταση της πόλης αυξήθηκε εκρηκτικά. Από τα 700 εκτάρια που καταλάμβανε το 1913 έφτασε τα 1500 εκτάρια το 1928. Συνολικά οι προσφυγικοί οικισμοί της Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκαν σε 600 εκτάρια έως το 1928 και σε άλλα 500 στη συνέχεια. Στην περιφέρεια της πόλης η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων ίδρυσε το 1926 75 αγροτικούς οικισμούς που στέγασαν 37.500 κατοίκους. Την ίδια εποχή στον ευρύτερο χώρο της Κεντρικής Μακεδονίας διατέθηκαν 359 εκτάρια για τη δημιουργία 509 νέων αγροτικών οικισμών.
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει μια αφήγηση εκπαιδευτικού χαρακτήρα, εύληπτη από μικρούς και μεγάλους, για την πορεία των προσφύγων από το 1922 και τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το εικαστικό υλικό του Ομότιμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας Κωνσταντίνου Φωτιάδη, τα φωτογραφικά τεκμήρια Ιστορικών Αρχείων και Συλλογών, τα αντικείμενα από τη Μέριμνα Ποντίων Κυριών, καθώς και η κινηματογράφηση των έργων Δημόσιας Μνήμης στους προσφυγικούς τόπους του χθες και του σήμερα, αποτελούν έναν αφαιρετικό ενωτικό καμβά που θα συνδέει τις αφηγηματικές ψηφίδες, με τη μουσική του Γιάννου Αιόλου να αποτελεί ένα ηχητικό αποτύπωμα της συναισθηματικής απόχρωσης του ταξιδιού από τη φωτιά στο όραμα, στο σήμερα, στο αύριο.